σπαρταρίζω

σπαρταρίζω
Ν
σπαρταρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαρταρώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαχταρίζω — (Μ λαχταρίζω και λακταρίζω) 1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα 2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω 3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα 4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα… …   Dictionary of Greek

  • σπαρτάρισμα — το, Ν [σπαρταρίζω] βίαιο τίναγμα, σφαδασμός …   Dictionary of Greek

  • σπαρταριστός — ή, ό Ν [σπαρταρίζω] 1. αυτός που σπαρταράει, που ασπαίρει 2. φρέσκος, λαχταριστός («σπαρταριστά ψάρια») 3. ζωντανός, συναρπαστικός (α. «σπαρταριστή περιγραφή» β. «σπαρταριστό ανέκδοτο») 4. φρ. «σπαρταριστά γέλια» ζωηρά και ηχηρά γέλια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”